αγναντιάζω

αγναντιάζω
1. μετ. см. αγναντεύω 1;
2. αμετ. быть видным издали или с вышины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγναντιάζω" в других словарях:

  • αγναντιάζω — και ίζω 1. παρατηρώ από μακριά, αγναντεύω 2. βλέπω κάτι απέναντι μου, αντικρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγνάντια] …   Dictionary of Greek

  • αγναντώ — αγναντιάζω* …   Dictionary of Greek

  • αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… …   Dictionary of Greek

  • αγναντίζω — [αγνάντια] βλ. αγναντιάζω …   Dictionary of Greek

  • αγναντιαστός — ή, ό [αγναντιάζω] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικριστός 2. επίρρ. αγναντιαστά απέναντι, αγνάντια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»